- ἠπιάλης
- ἠπιάλης, ητος, ὁ, = ἐφιάλτης, der Alp
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ηπιάλης — ἠπιάλης και ἠπιόλης, ό (Α) εφιάλτης, βραχνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ηπίαλος*] … Dictionary of Greek
ἠπιάλης — nightmare fem nom sg ἠπιαλέω have a fever imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἠπιαλέω have a fever imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπιάλητα — ἠπιάλης nightmare fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπιάλητος — ἠπιάλης nightmare fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφιάλτης — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους Αλωάδες, που αποπειράθηκαν, σύμφωνα με την παράδοση, να βάλουν το όρος Πήλιο πάνω στην Όσσα, για να εξισώσουν το ύψος των δύο βουνών με τον Όλυμπο, ώστε να εκθρονίσουν από εκεί τους θεούς. Κατά τη διάρκεια όμως … Dictionary of Greek
ηπίαλος — ἠπίαλος, ό (Α) 1. υψηλός πυρετός με ρίγη, με κρυάδες 2. το ρίγος πριν από την εκδήλωση τού πυρετού 3. ο ηπιάλης, ο εφιάλτης 4. φρ. «αηδόνων ηπίαλος» ποιητής που με τις κρυάδες του προξενεί ρίγη στα αηδόνια (Φρύνιχος). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ήπιος +… … Dictionary of Greek
ηπιόλης — (I) ἠπιόλης, ό (Α) βλ. ηπιάλης. (II) ἡπιόλης, ό (Α) βλ. ηπίολος … Dictionary of Greek